- πλασάρισμα
- το, -ατοςδιάθεση εμπορεύματος σε πελάτες που βρίσκω ο ίδιος: Ασχολείται με το πλασάρισμα βιομηχανικών προϊόντων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλασάρισμα — το, Ν [πλασάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλασάρω, η διάθεση εμπορικών ή βιομηχανικών προϊόντων στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστές) α) το πλασέ β) κατάληψη ευνοϊκής θέσης στο γήπεδο … Dictionary of Greek